-
1 ψάρι
το рыба;§ μοβψησε το ψάρι στ' αχείλι — он меня измучил;
αυτός είναι ψάρι — или βουβός σαν ψάρι — он нем как рыба;
φάτε μάτια ψάρια κι' η κοιλιά περίδρομο — погов, видит око, да зуб. неймёт;
τό μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό — погов. большая рыбка пожирает малую, сильный берёт верх;
τα ψάρια στο γιαλό και το τηγάνι στη φωτιά — погов, делить шкуру неубитого медведя
-
2 ψαρί
ψᾱρί, ψάρstarling: masc dat sg -
3 ψάρι
[псари] ουσ. о. рыба,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ψάρι
-
4 ψάρι
[псари] ουσ ο рыба. -
5 ψάρι
el peix -
6 ψάρι ποταμίσιο
cлатководна рибаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ψάρι ποταμίσιο
-
7 ψαρι
balık -
8 ψάρι
poisson -
9 ψάρι
1) ryba (f) rzecz.2) rybny przym. -
10 ψάρι
ryba -
11 ψάρι
fishΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ψάρι
-
12 Αν δεν βραχείς ως το λαιμό, δεν θα φας ψάρι
Αν δεν σπάσεις το κόκαλο, δεν τρως μεδούλι– Αν δεν βραχείς ως το λαιμό, δεν θα φας ψάρι• Без труда не выловишь и рыбку из пруда• Любишь кататься, люби и саночки возить• Не разгрызешь ореха, не съешь ядра• Чтобы рыбку съесть, надо в воду влезтьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Αν δεν βραχείς ως το λαιμό, δεν θα φας ψάρι
-
13 Βρέξε κώλο να φας ψάρι
Αν δεν σπάσεις το κόκαλο, δεν τρως μεδούλι– Αν δεν βραχείς ως το λαιμό, δεν θα φας ψάρι• Без труда не выловишь и рыбку из пруда• Любишь кататься, люби и саночки возить• Не разгрызешь ореха, не съешь ядра• Чтобы рыбку съесть, надо в воду влезтьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Βρέξε κώλο να φας ψάρι
-
14 Ούτε κρέας, ούτε ψάρι
– Μηδέ τσοπάνος στα βουνά, μηδέ ζευγάς στον κάμπο– Ούτε γλυκό, ούτε ξινό– Ούτε κρέας, ούτε ψάρι– Ούτε κρύο, ούτε ζεστό• Ни Богу свечка, ни черту кочерга• Ни в городе Иван, ни в селе Селифан• Ни пава, ни ворона• Ни рыба, ни мясо• Ни то, ни сёИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ούτε κρέας, ούτε ψάρι
-
15 Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό
• Большая рыба ест маленькуюИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012——————• Кто кого сможет, тот того и гложетИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό
-
16 Το ψάρι βρωμάει απ' το κεφάλι
• Рыба гниет с головыИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Το ψάρι βρωμάει απ' το κεφάλι
-
17 bola
(ψάρι) λάμπραινα -
18 çinakop
(ψάρι) γοφαράκι -
19 poisson
ψάρι -
20 ryba
ψάρι
См. также в других словарях:
ψάρι — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παλαμαρίου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα… … Dictionary of Greek
ψάρι — το γεν. ψαριού 1. ψάρι: Τα ψάρια του ποταμού δεν είναι τόσο νόστιμα όσο τα ψάρια της θάλασσας. 2. η παροιμία «Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό», ο ισχυρότερος είναι και ο επικρατέστερος. 3. η παροιμία «Φάτε μάτια ψάρια, και κοιλιά περίδρομο»,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψαρί — ψᾱρί , ψάρ starling masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατραχόψαρο — Ψάρι τελεόστεο, γνωστό επιστημονικά ως λοφίας οαλιεύς (lophius piscatorius). Το μεγάλο κεφάλι του και το μπροστινό μέρος του σώματός του είναι πεπλατυσμένα, γι’ αυτό πολύ λίγο προεξέχει από την επιφάνεια του αμμώδους ή λασπώδους βυθού, στον οποίο … Dictionary of Greek
γουλιανός — Ψάρι της οικογένειας των σιλουριδών, της τάξης των oσταριοφύσων τελεοστέων. Είναι μεγαλόσωμο ψάρι που ζει στο γλυκό νερό. Το σώμα του έχει μήκος από 1 έως 3 και σπάνια 4 μ. και απολήγει σε στρογγυλό ουραίο πτερύγιο· το δέρμα του είναι μαλακό,… … Dictionary of Greek
σίλουρος — Ψάρι. >Σιλουρίδες. Ο σίλουρος (silurus glanis) του οποίου το μήκος μπορεί να ξεπεράσει τα δύο μέτρα, ζει στα εσωτερικά νερά της Ευρώπης, και κυρίως στο Δούναβη. Αναπαράσταση υποθαλάσσιου περιβάλλοντος του σιλουρίου με χαρακτηριστικά είδη: 1.… … Dictionary of Greek
φεγγαρόψαρο — Ψάρι της οικογένειας των Μολιδών, γνωστό και με την επιστημονική ονομασία ορθαγορίσκος. Ζει σχεδόν σε όλες τις θάλασσες, έχει μήκος περίπου 2 μ. και ζυγίζει γύρω στα 100 κιλά. Το σχήμα του είναι ιδιόμορφο και δεν μοιάζει με κανένα άλλο είδος… … Dictionary of Greek
γόπα — Ψάρι τελεόστεο της τάξης των περκομόρφων, της οικογένειας των σπαριδών. Το μήκος του φτάνει έως 30 εκ. είναι σχεδόν ατρακτοειδές και ελαφρά πεπιεσμένο στα πλευρά. Έχει δύο μεγάλα μάτια με διάμετρο περίπου ίση με το ένα τρίτο του μήκους της… … Dictionary of Greek
μουρμούρα — Ψάρι γνωστό και με την επιστημονική ονομασία πάγελλος ο μόρμυρος, που ανήκει στην οικογένεια των σπαριδών. Έχει σώμα ωοειδές, πεπιεσμένο στα πλάγια και μεγάλα πτερύγια, από τα οποία το ραχιαίο αποτελείται από δύο τμήματα, το μπροστινό (που είναι… … Dictionary of Greek
οξύρρυγχος — Ψάρι γνωστό με την κοινή ονομασία μουρούνα. Βλ. λ. ακιπενδερίδες. * * * η, ο (ΑΜ ὀξύρρυγχος, ον) 1. αυτός που έχει οξύ ρύγχος 2. μτφ. αυτός που έχει οξεία αιχμή, μυτερός 3. το αρσ. ως ουσ. ο οξύρρυγχος ζωολ. γενική λόγια ονομασία δύο γενών… … Dictionary of Greek
σπάρος — Ψάρι της οικογένειας των Σπαριδών. Έχει μήκος έως 20 εκ., χρώμα γενικά ορειχάλκινο με αργυρόχρωμες αποχρώσεις και στην ουρά του μια σκοτεινόχρωμη κηλίδα με μορφή δαχτυλιδιού. Το ουραίο και πυγαίο (οπίσθιο) πτερύγιο του έχουν ζωηρό κίτρινο χρώμα.… … Dictionary of Greek